σφυρίδα — η είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφυρίδα — σφυρίς large basket fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… … Wikipedia
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
μυκτερόπερκα — και μυκτεροπέρκη, η ζωολ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας serranidae, συγγενικό με τον ροφό, την σφυρίδα και τη στίρα, ένα είδος τού οποίου είναι γνωστό με την κοινή ονομασία πίγκα … Dictionary of Greek
σερράνος — ο, Ν ζωολ. γένος περκόμορφων τελεόστεων οστεοϊχθύων τής οικογένειας σερρανίδες, το οποίο περιλαμβάνει γνωστά εδώδιμα ψάρια τών ελληνικών θαλασσών, όπως είναι η σφυρίδα, οι πέρκες και ο χάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
σερρανίδες — (Ceranides). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών, που ζουν στις θερμές και τις εύκρατες θάλασσες. Το σώμα τους γενικά είναι κοντόχοντρο, συμπιεσμένο ελαφρά, με μέτριο ή μεγάλο κεφάλι και καλύπτεται συνήθως με κτενοειδή λέπια. Έχουν μεγάλο στόμα με… … Dictionary of Greek
σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… … Dictionary of Greek
χάννος — ο, ΝΑ, και χάνος Ν ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τού θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Serranus cabrilla τής οικογένειας serranidae, που μοιάζει στη μορφή και στις συνήθειες με τις πολύ συγγενικές του πέρκες, αλλά συγγενεύει και με τα μεγαλόσωμα είδη… … Dictionary of Greek
Θεοφιλόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Μεσσηνία. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες της Πελοποννήσου και διακρίθηκε στην πολιορκία της Τρίπολης. 2. Ιωάννης ή Καραβόγιαννος ή Τσακαλόγιαννος. Καταγόταν από τα Λαγκάδια της Αρκαδίας.… … Dictionary of Greek