σφυρίδα

σφυρίδα
Κοινό όνομα του τελεόστεου ψαριού σερράνος ο κύνειος (serranus caninus), της οικογένειας των Σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και τριγωνικό σώμα με ράχη κυρτή. Ο χρωματισμός της είναι γαλαζόμαυρος στα πάνω τμήματα του σώματος και πιο ανοιχτός στα κάτω, ενώ η κοιλιά της είναι λευκοϋποκίτρινη. Τα πλευρά της έχουν κάθετες ερυθοκίτρινες λουρίδες. Τα πτερύγια είναι αναπτυγμένα και τα ραχιαία αγκάθια μεγάλα και ισχυρά. Η νηκτική κύστη είναι μικρή και προσφύεται στα σωματικά τοιχώματα. Η οικογένεια περιλαμβάνει 70 γένη και 400 είδη σαρκοφάγων ψαριών, όλων σχεδόν θαλασσινών. Η σ. ζει στη Μεσόγειο και την ψαρεύουν για την εύγευστη και τρυφερή σάρκα της.
* * *
η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών περκόμορφων ψαριών Epinephaelus aeneus και Epinephaelus caninus, συγγενικών με τον ροφό και τη στήρα
2. το ζάρι
3. το ζεμπίλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρίς, άλλος τ. τής λ. σπυρίς*, -ίδος «πλατύ καλάθι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφυρίδα — η είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφυρίδα — σφυρίς large basket fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • μυκτερόπερκα — και μυκτεροπέρκη, η ζωολ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας serranidae, συγγενικό με τον ροφό, την σφυρίδα και τη στίρα, ένα είδος τού οποίου είναι γνωστό με την κοινή ονομασία πίγκα …   Dictionary of Greek

  • σερράνος — ο, Ν ζωολ. γένος περκόμορφων τελεόστεων οστεοϊχθύων τής οικογένειας σερρανίδες, το οποίο περιλαμβάνει γνωστά εδώδιμα ψάρια τών ελληνικών θαλασσών, όπως είναι η σφυρίδα, οι πέρκες και ο χάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • σερρανίδες — (Ceranides). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών, που ζουν στις θερμές και τις εύκρατες θάλασσες. Το σώμα τους γενικά είναι κοντόχοντρο, συμπιεσμένο ελαφρά, με μέτριο ή μεγάλο κεφάλι και καλύπτεται συνήθως με κτενοειδή λέπια. Έχουν μεγάλο στόμα με… …   Dictionary of Greek

  • σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… …   Dictionary of Greek

  • χάννος — ο, ΝΑ, και χάνος Ν ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τού θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Serranus cabrilla τής οικογένειας serranidae, που μοιάζει στη μορφή και στις συνήθειες με τις πολύ συγγενικές του πέρκες, αλλά συγγενεύει και με τα μεγαλόσωμα είδη… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφιλόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Μεσσηνία. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες της Πελοποννήσου και διακρίθηκε στην πολιορκία της Τρίπολης. 2. Ιωάννης ή Καραβόγιαννος ή Τσακαλόγιαννος. Καταγόταν από τα Λαγκάδια της Αρκαδίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”